Το αίσθημα της ανεπάρκειας και οι στρατηγικές που αναπτύσσουμε για να το αντιμετωπίσουμε.
Μεγαλώνοντας στις δυτικού τύπου κοινωνίες, όπως άλλωστε είναι και η ελληνική, παίρνουμε από νωρίς στη ζωή μας το μήνυμα ότι χρειάζεται να αποδείξουμε την αξία μας για να αναγνωριστούμε ως μέλη οποιασδήποτε ομάδας ή κοινότητας, είτε πρόκειται για την οικογένειά μας, είτε για τους φίλους μας, είτε για το χώρο εργασίας μας. Βιώνουμε τη ζωή μας υπό τη διαρκή πίεση να είμαστε έξυπνοι, ελκυστικοί, ικανοί, δυνατοί, να επιτύχουμε ακαδημαϊκά, επαγγελματικά και οικονομικά, να έχουμε το προβάδισμα και να μη μένουμε πίσω σε σχέση με τους γύρω μας. Από νωρίς στη ζωή μας μαθαίνουμε να ντρεπόμαστε για τις αδυναμίες μας και να φοβόμαστε την απόρριψη αν αποκαλυφθεί κάποια από αυτές, ενώ η αναζήτησή μας για την τελειότητα πηγάζει από την πεποίθηση που διαμορφώνουμε μεγαλώνοντας ότι χρειάζεται να αλλάξουμε τον εαυτό μας για να γίνουμε αποδεκτοί και να ανήκουμε.
Τα λόγια της Μητέρας Τερέζας μετά από μια ολόκληρη ζωή προσφοράς σε φτωχούς και αρρώστους είναι διαφωτιστικά: «Η μεγαλύτερη ασθένεια της σημερινής εποχής δεν είναι η λέπρα ή η φυματίωση αλλά το αίσθημα των ανθρώπων ότι δεν ανήκουν πουθενά». Οι άνθρωποι, λοιπόν, ενώ έχουμε την ανάγκη να ανήκουμε κάπου, συχνά μεγαλώνουμε έχοντας την αίσθηση ότι δε μας αξίζει κάτι τέτοιο.
Συχνά οι γονείς δε λαμβάνουν υπόψη τους τις σκέψεις, τα συναισθήματα, τις προτιμήσεις, τις ανάγκες κ.λπ. των παιδιών τους με αποτέλεσμα να μην καταφέρνουν να αναγνωρίσουν επαρκώς τα παιδιά τους ως ξεχωριστά πρόσωπα που αξίζουν το σεβασμό και την αγάπη για αυτό που είναι χωρίς να χρειάζεται να προσπαθήσουν ή να ανταποκριθούν σε κάποιες προσδοκίες για να τα κερδίσουν. Το μήνυμα που δίνεται είναι ότι οι επιθυμίες, οι φόβοι και οι απόψεις των παιδιών τους δεν έχουν σημασία και ότι για να κερδίσει την αναγνώριση και την αποδοχή των δικών του ένα παιδί χρειάζεται να αλλάξει και να γίνει καλύτερο.
Έτσι συχνά τα παιδιά μεγαλώνουν με την αίσθηση ότι το τι σκέφτονται και το τι αισθάνονται δεν έχουν σημασία και χτίζουν την ταυτότητά τους γύρω από το να ευχαριστούν τους άλλους και φοβούμενα την απόρριψη σε διαφορετική περίπτωση.
Ως ενήλικες, λοιπόν, πλέον κάνουμε ό,τι μπορούμε προκειμένου να αποφύγουμε το επώδυνο αίσθημα ότι δεν είμαστε αρκετοί για να αξίζουμε την αποδοχή των άλλων. Στην πορεία των χρόνων αναπτύσσουμε ο καθένας τις δικές του στρατηγικές προκειμένου να κρύψουμε τα ελαττώματα και τις αδυναμίες μας και να επανορθώσουμε για ό,τι πιστεύουμε ότι είναι λάθος με εμάς.
Ξεκινούμε το ένα εγχείρημα αυτοβελτίωσης μετά το άλλο.
Προσπαθούμε να βελτιώσουμε την εμφάνισή μας, να αλλάξουμε το σώμα μας, να πετύχουμε καλύτερη θέση στη δουλειά μας, να επεκτείνουμε τις γνώσεις μας και τα ενδιαφέροντά μας και άλλα. Οπωσδήποτε αυτές οι προσπάθειες είναι σημαντικές και μπορούν να μας βοηθήσουν να αναπτύξουμε τον εαυτό μας. Στην περίπτωση, όμως, που πυροδοτούνται από το αίσθημα ότι αυτό που είμαστε δεν είναι αρκετό είναι πολύ πιθανό, αντί να χαλαρώσουμε και να απολαύσουμε αυτό που είμαστε και αυτό που κάνουμε κάθε φορά, να εγκλωβιστούμε σε έναν διαρκή αγώνα και μια αγωνιώδη προσπάθεια να αλλάξουμε τον εαυτό μας συγκρίνοντάς τον με έναν ιδανικό εαυτό που ποτέ δεν μπορούμε να φτάσουμε.
Μένουμε πίσω και επιλέγουμε την ασφάλεια από το ρίσκο
Όταν προτιμάμε την ασφάλεια από φόβο για το τι μπορεί να φέρει η ανάληψη κάποιου ρίσκου, είναι πολύ πιθανό να χάνουμε πολλά, -σημαντικά και όμορφα-, πράγματα στη ζωή μας. Έτσι, μπορεί να αποφεύγουμε να πάρουμε ευθύνες ή πρωτοβουλίες στη δουλειά μας ή ακόμα να διεκδικήσουμε μια καλύτερη θέση, μπορεί να αποφεύγουμε το να έρθουμε κοντά με τους άλλους ανθρώπους, ή να μην εκφράζουμε τη δημιουργικότητά μας όπως θα θέλαμε, ή ακόμα να μην λέμε αυτά που θέλουμε και αυτά που νιώθουμε.
Εμποδίζουμε τον εαυτό μας να ζήσει στο εδώ και τώρα
Εξαιτίας της ανθρώπινης ανάγκης να ελέγχουμε αυτό που θα φέρει το αύριο, είναι πολύ πιθανό ακόμα και αν δεν υπάρχει κάποιο σοβαρό ζήτημα που να χρήζει της προσοχής μας για να επιλυθεί, να κάνουμε ένα σωρό καταστροφολογικά σενάρια. Η προσπάθειά μας να προβλέψουμε το μέλλον δημιουργεί την ψευδαίσθηση ότι ελέγχουμε τον ρου της ζωής μας και ότι μειώνουμε τις πιθανότητες να πάει κάτι στραβά και να αποτύχουμε.
Κρατάμε τον εαυτό μας διαρκώς απασχολημένο
Το να είμαστε διαρκώς απασχολημένοι αποτελεί έναν αποτελεσματικό τρόπο διαχείρισης του αισθήματος ανεπάρκειας που μπορεί να κουβαλάμε και μια στρατηγική που ενισχύεται κατά κόρον από τον κοινωνικό περίγυρο. Αν σταματήσουμε διατρέχουμε τον κίνδυνο να έρθουμε αντιμέτωποι με ιδιαίτερα επώδυνα για εμάς συναισθήματα όπως αισθήματα ανεπάρκειας, μοναξιάς και αναξιότητας. Έτσι επιλέγουμε να γεμίζουμε κάθε χαραμάδα του εαυτού μας, να γεμίζουμε το χρόνο μας, το σώμα μας, το νου μας.
Γινόμαστε οι αυστηρότεροι κριτές του εαυτού μας
Ο εσωτερικός διάλογος με τον εαυτό μας διαρκώς μας υπενθυμίζει ότι πάντα τα «κάνουμε θάλασσα» και ότι οι άλλοι μπορούν και τα καταφέρνουν πολύ καλύτερα από εμάς. Υπενθυμίζοντας στον εαυτό μας τις αδυναμίες και τα ελαττώματά μας θεωρούμε ότι ελέγχουμε τον εαυτό μας και τις παρορμήσεις μας, την πιθανότητα να κάνουμε λάθος και ότι μπορούμε να καλύψουμε τις ανεπάρκειές μας και ίσως να βελτιώσουμε το χαρακτήρα μας.
Εστιάζουμε στα λάθη των άλλων
Όσο πιο ανεπαρκείς νιώθουμε, τόσο πιο απίθανο και άβολο είναι για εμάς να παραδεχτούμε τα λάθη μας. Το να ρίχνουμε το φταίξιμο στους άλλους μας ανακουφίζει , έστω και προσωρινά, από το βάρος της αποτυχίας και άρα της ευθύνης μας.
Στην πραγματικότητα όλες οι παραπάνω στρατηγικές απλά ενισχύουν ακριβώς εκείνες τις ανασφάλειες που τροφοδοτούν το αίσθημα ότι δεν είμαστε επαρκείς. Όσο περισσότερο πλάθουμε αγωνιώδη σενάρια και ιστορίες για το πώς είναι πιθανό να αποτύχουμε ή για το τι πάει στραβά με εμάς ή με τους άλλους, τόσο περισσότερο βαθαίνουμε και δυναμώνουμε εκείνα τα μονοπάτια του μυαλού μας που «γεννούν» τα συναισθήματα ανεπάρκειας. Κάθε φορά που αποκρύπτουμε μια ήττα ή μια αποτυχία μας, ενισχύουμε τον φόβο μας ότι δεν είμαστε αρκετοί. Όταν προσπαθούμε να εντυπωσιάσουμε ή να ξεπεράσουμε τους άλλους, ενδυναμώνουμε την υποκείμενη πεποίθησή μας ότι αυτό που είμαστε δεν είναι αρκετό. Αυτό, βέβαια, δε σημαίνει ότι δεν μπορούμε να προσπαθήσουμε για πράγματα με έναν υγιή τρόπο, όπου θα αναγνωρίζουμε τις αδυναμίες μας και τα ελλείμματά μας, συγχρόνως όμως θα αναγνωρίζουμε τις δυνάμεις, τις ικανότητες, τις γνώσεις και τα ταλέντα μας και δείχνοντας εμπιστοσύνη και αποδοχή στον εαυτό μας όπως είναι θα ευχαριστιόμαστε την κάθε στιγμή της ζωής μας και την κάθε μας προσπάθεια. Όμως κάθε φορά που ξεκινούμε ή προσπαθούμε κάτι κινητοποιημένοι από τον φόβο μας ότι δεν είμαστε επαρκείς, βαθαίνουμε το πηγάδι της ανεπάρκειας και της αναξιότητάς μας.