Μπορεί μια συντροφική σχέση ή ένας γάμος να αλλάξει;

Μπορεί ένας άνθρωπος να αλλάξει; Μπορεί μια σχέση να αλλάξει; Η απάντηση του μέσου ανθρώπου μάλλον είναι απαισιόδοξη, αφού οι περισσότεροι λένε συνήθως: «Οι άνθρωποι και οι σχέσεις δεν αλλάζουν. Δεν αλλάζουν γιατί γεννιούνται με τα χαρακτηριστικά τους. Αν είσαι σιωπηλός τύπος, τότε είσαι έτσι από τότε που γεννήθηκες και θα είσαι μέχρι να πεθάνεις», «Αν κάποιος δεν είναι για να τον εμπιστευθείς μια φορά, ποτέ δεν θα τον εμπιστευθείς». Η κοινή γνώμη λέει, συνεπώς, ότι δεν γίνεται ένα πρόσωπο να αλλάξει. Το ίδιο πιστεύουν και για τις σχέσεις: «Αν αυτοί οι δυο καβγαδίζουν ήδη δέκα χρόνια τώρα, και τα επόμενα σαράντα θα κάνουν το ίδιο». Όταν ο Παντελής παντρεύτηκε, η μητέρα του είπε στην Φωτεινή: «Ναι, πρέπει να προσαρμοστείς λίγο. Πάντα ήταν σιωπηλός, δεν λέει πολλά. Ποτέ δεν θα πει πολλά». Ο κόσμος, λοιπόν, πιστεύει συνήθως ότι η συμπεριφορά είναι ζήτημα χαρακτήρα.

Τι εννοούμε με τη λέξη ¨χαρακτήρας¨;

Με τη λέξη ¨χαρακτήρας¨ αναφερόμαστε σε όλα τα χαρακτηριστικά του ατόμου που δεν αλλάζουν, δηλαδή, όλα εκείνα τα στοιχεία που έχει μαζί του από τη γέννησή του μέχρι το θάνατό του. Όταν όμως αυτό γενικεύεται και αποδίδουμε κάθε συμπεριφορά ενός ανθρώπου στο χαρακτήρα του, τότε κάνουμε λάθος.

Μαθαίνουμε περισσότερα από όσα νομίζουμε

Η θεωρία που υποστηρίζει ότι οι άνθρωποι και οι σχέσεις τους είναι σταθερές και αναλλοίωτες μάλλον δεν ισχύει. Οι ανθρώπινες ιδιότητες μαθαίνονται σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από όσο νομίζουμε. Οι επιστήμονες που έχουν ασχοληθεί με την κληρονομικότητα δηλώνουν ότι οι ιδιότητες δεν κληρονομούνται ακριβώς όπως είναι. Αυτό που κληρονομείται είναι η προδιάθεση για μια ιδιότητα. Από εκεί και πέρα, το περιβάλλον είναι πάντοτε καθοριστικό για να αναπτυχθεί αυτή περισσότερο. Έτσι, αν στην Αφρική γεννηθεί ένα παιδί με τη μουσική προδιάθεση του Μότσαρτ, υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να περάσει το υπόλοιπο της ζωής του ψάχνοντας για φαγητό, στην προσπάθειά του να επιβιώσει. Υπάρχει, άρα, μεγάλη πιθανότητα το παιδί αυτό να μην καλλιεργήσει ποτέ το μουσικό του ταλέντο, αντίθετα με τον Μότσαρτ που μεγάλωσε σε ένα μουσικό περιβάλλον. Θα μπορούσαμε, λοιπόν, να πούμε ότι η προδιάθεση του παιδιού χάνεται ολοκληρωτικά, επειδή το περιβάλλον δεν του προσφέρει την ευκαιρία να την εξασκήσει.

Οι ανθρώπινες ιδιότητες, λοιπόν, δεν κληρονομούνται, κληρονομούνται οι προδιαθέσεις. Πρόκειται για συμπεριφορές ή χαρακτηριστικά που είναι περισσότερο προϊόντα μάθησης από όσο νομίζουμε. Μαθαίνουμε να σιωπούμε. Μαθαίνουμε να μιλάμε. Μαθαίνουμε να εκφράζουμε τα συναισθήματά μας, μαθαίνουμε να τα καλύπτουμε. Από αυτή την άποψη, πολλά πράγματα τα έχουμε μάθει, όπως συμπεριφορές που μάθαμε στα παιδικά μας χρόνια, πολύ νωρίς, και άλλες που μάθαμε κατά τη διάρκεια μιας σχέσης ή του γάμου.

Υπάρχουν, λοιπόν, πράγματα που τα μαθαίνουμε πολύ νωρίς, υπάρχουν, όμως, κι άλλα που τα μαθαίνουμε στο γάμο. Αυτό είναι αξιοσημείωτο. Οι άνθρωποι μαθαίνουν στη διάρκεια του γάμου από τους άλλους, χωρίς να το επιδιώκουν. Θα δώσω ένα παράδειγμα που δεν ξεχνιέται εύκολα.

Ο Λευτέρης που έμαθε την Αννέτα να γκρινιάζει

Ο Λευτέρης έκανε τη γυναίκα του, Αννέτα, τρομερά γκρινιάρα, χωρίς ούτε ο ίδιος να ξέρει πώς έγινε αυτό. Διαμαρτυρόταν μάλιστα επειδή η γυναίκα του γκρίνιαζε. «Πώς φτάσαμε εδώ;» Ούτε και ο Λευτέρης ήξερε τίποτα, αλλά ήταν τόσο δυστυχισμένος με τη γυναίκα του. Μόλις τελείωνε τη δουλειά του και έπρεπε να γυρίσει σπίτι, σκεφτόταν: «Ωχ! Πρέπει να πάω πίσω στην γκρίνια». Προσπαθήσαμε, λοιπόν, να βρούμε πώς έγινε αυτό. Και τι φάνηκε; Τον τελευταίο καιρό, πραγματικά, η Αννέτα γκρίνιαζε μόλις ο άντρας της γυρνούσε σπίτι. Πίστευε, μάλιστα, ότι το είχε στο χαρακτήρα της. Βρήκαμε, όμως, ότι η Αννέτα πριν παντρευτεί και κατά τα πρώτα πέντε χρόνια του γάμου της δεν γκρίνιαζε και δεν ανησυχούσε καθόλου. Εδώ αρχίζει το γεγονός να αποκτά ενδιαφέρον. Πώς μπορούμε να μάθουμε κάποιον να γκρινιάζει και να ανησυχεί; Προσπαθήσαμε να δούμε τι είχε συμβεί. Τα πρώτα πέντε χρόνια πέρασαν καλά. Ο Λευτέρης πήγαινε στη δουλειά και η Αννέτα ήταν στο σπίτι με τα παιδιά. Τα πρώτα χρόνια η Αννέτα έλεγε στο Λευτέρη, μόλις γύριζε στο σπίτι από τη δουλειά, λίγα πράγματα για τη μέρα της. «Αυτό κι αυτό έγινε με τα παιδιά, εγώ έκανα εκείνο κ.λπ.». Εκείνος της έλεγε επίσης τι είχε κάνει και την άκουγε. Πολύ σημαντικό την άκουγε! Αλλά σιγά-σιγά, περίπου μετά από πέντε χρόνια γάμου, για εκείνον ήταν πάντα το ίδιο όταν επέστρεφε. Άρχισε να ακούει όλο και λιγότερο. Καθόταν και έπαιρνε την εφημερίδα του. Η γυναίκα του άρχιζε να διηγείται. Εκείνος έλεγε: «Χμ. λέγε εσύ, θα διαβάσω στο μεταξύ τα αθλητικά». Μιλούσε εκείνη, αλλά δεν την άκουγε. Αυτό της ήταν πολύ ενοχλητικό. Κάποια ημέρα, όμως, συνέβη ένα μικρό ατύχημα. Όλη την εβδομάδα δεν την είχε προσέξει καθόλου, αλλά σ’ αυτή την περίπτωση την άκουσε και έδειξε πραγματικό ενδιαφέρον! Η Αννέτα άρχισε να συμπεραίνει το εξής: αν του μιλούσε για δράματα, την πρόσεχε. Αν του μιλούσε κανονικά, δεν την άκουγε. Αυτό το σχήμα επαναλαμβανόταν συνεχώς. Πέρασαν μερικά χρόνια. Και τι έγινε; Η Αννέτα έμαθε σιγά-σιγά να αναφέρεται στα συμβάντα της ημέρας σαν να επρόκειτο για μεγάλο δράμα, γιατί έτσι μόνο είχε την προσοχή του Λευτέρη. Ο Λευτέρης είχε δίκιο, η γυναίκα του γκρίνιαζε και ανησυχούσε. Τα πιο συνηθισμένα καθημερινά πράγματα για το φαγητό ή τα παιδιά παρουσιάζονταν τραγικά. Ήταν σαν να επρόκειτο να έλθει το τέλος του κόσμου, με επακόλουθο ο Λευτέρης σιγά-σιγά να μάθει και πάλι να μην προσέχει. Οπότε κι εκείνη γκρίνιαζε περισσότερο. Και τότε συνέβη κάτι το αξιοσημείωτο: όσο εκείνη μεγάλωνε την ένταση, τόσο εκείνος έκλεινε τα αυτιά του. Γινόταν όλο και πιο «κουφός». Αυτό ακριβώς ήταν το παράπονό της. Το δικό του παράπονο ήταν ότι γκρίνιαζε. Όσο περισσότερη γκρίνια, τόσο μεγαλύτερη κουφαμάρα. Όσο μεγαλύτερη κουφαμάρα, τόσο περισσότερη γκρίνια. Είχαν φθάσει σε έναν φαύλο κύκλο. Αν κοιτάξουμε την περίπτωση προσεκτικά, βλέπουμε ότι εκείνος την εκπαίδευσε σ’ αυτό. Πώς το έκανε; Με το να ακούει μόνον όταν κάτι σοβαρό συνέβαινε. Αυτό είναι ένα είδος αμοιβής. Μια συμπεριφορά που ανταμείβεται, δυναμώνει. Είναι ένας από τους βασικούς τρόπους που οι άνθρωποι μαθαίνουμε.

Όταν, όμως, η Αννέτα άρχισε να γκρινιάζει όλο και πιο πολύ, εκείνος έμαθε να κλείνει περισσότερο τα αυτιά του. Η ιστορία αυτή μας δείχνει ότι πολλά πράγματα μαθαίνονται. Μαθαίνουμε περισσότερα απ’ όσο νομίζουμε. Θα σκεφτόταν κάποιος: «Η γυναίκα αυτή είναι πράγματι γκρινιάρα!» Αυτό όμως δεν ισχύει, γιατί με τις φίλες της δεν ήταν έτσι. Ούτε με την οικογένειά της. Μόνο με τον άντρα της! Άρα το δίδαξαν ο ένας στον άλλον. Στη δουλειά του μπορούσε να ακούει, όχι όμως και στο σπίτι του. Σ’ αυτό έγινε «κουφός». Εκείνη τον είχε κάνει έτσι, με όλες τις φωνές της και τα προβλήματα. Στην πραγματικότητα, λοιπόν, πρόκειται για συμπεριφορά που διδάχτηκε.

Ποιο είναι το συμπέρασμα;

Το συμπέρασμα είναι πολύ σημαντικό για τις απόψεις σχετικά με το γάμο και τις σχέσεις, που συνίσταται σε δύο διαφορετικές φιλοσοφίες: η πρώτη είναι αυτή της προσαρμογής. Είναι η φιλοσοφία του ¨νερό στο κρασί μας¨. Αν κάποιος θέλει να πετύχει στο γάμο, πρέπει να σιωπά, να υπομένει και να βάζει νερό στο κρασί του. Αυτή είναι η μία γνώμη που την ακούμε κυρίως από τους μεγαλύτερους. Η δεύτερη είναι ότι στο γάμο ή τη σχέση μπορεί κανείς να ζητήσει από το σύντροφό του να αλλάξει. Αυτό είναι πολύ σημαντικό, γιατί αν πρόκειται για συμπεριφορά που έχει διδαχθεί, τότε υπάρχει πιθανότητα αλλαγής. Αν, όμως, πρόκειται για άλλη, κληρονομική συμπεριφορά, τότε το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να προσαρμοστούμε.

Σε έναν καλό γάμο πρέπει να βρεθεί η μέση οδός. Δεν πρέπει να υπομένουμε τα πάντα και δεν είναι αλήθεια ότι μόνο η προσαρμογή φέρνει την ευτυχία. Μερικές φορές είναι καλύτερα να ζητήσουμε την αλλαγή. Εν κατακλείδι, μεταξύ αλλαγής και προσαρμογής χρειάζεται να υπάρχει μια υγιής ισορροπία.

(Το παραπάνω κείμενο βασίζεται στο βιβλίο «Η Αγάπη είναι ενέργεια, το παιχνίδι του γάμου» του AlfonsVansteenwegen, Εκδ. Ελληνικά Γράμματα)